ὑπερακμάζω

ὑπερακμάζω
ὑπερακμάζω,
A surpass in vigour or bloom,

τὴν οἰκετικὴν ἐπιφάνειαν Myro 2

J.: abs.,

τὰ οἰνάρια -ήκμᾰκεν PSI6.666.18

(iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερακμάζω — ΜΑ [ἀκμάζω] μσν. 1. έχω υπερβεί την ακμή τής ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.) αρχ. υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη …   Dictionary of Greek

  • ὑπερακμάζειν — ὑπερακμάζω surpass in vigour pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακμάζοιεν — ὑπερακμάζω surpass in vigour pres opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακμάζουσαι — ὑπερακμάζω surpass in vigour pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακμάζουσαν — ὑπερακμάζω surpass in vigour pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερακμάσας — ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem acc pl (doric) ὑπερακμά̱σᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour fut part act fem gen sg (doric) ὑπερακμάσᾱς , ὑπερακμάζω surpass in vigour aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”